- πειρατάς
- πειρᾱτά̱ς , πειρατήςbrigandmasc acc plπειρᾱτά̱ς , πειρατήςbrigandmasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
NITRIAE — Indiae emporium intra Gangem, Ptol. Nitra Interpretes. Non admodum longe a Muziri emporio; cuius incolas πειρατὰς vocat Ptol. nomen populi fuisse indicans; cum urbes eorum tam maritimas, quam mediterraneas, recenseat. An inde, quod piraticam… … Hofmann J. Lexicon universale
παρορμώ — (I) παρορμῶ, άω, ΝΜΑ [ορμώ] παρακινώ, προτρέπω, παροξύνω (α. «τόν παρορμά να ασχοληθεί με την πολιτική» β. «λόγοι παρορμῶντες εἰς τὸ ἀγαθόν», Ξεν. γ. «παρορμᾱν εἰς ἀκολασίαν», Πλούτ.) αρχ. 1. έχω πρόθυμη διάθεση, είμαι πρόθυμος 2. παθ. παρορμῶμαι … Dictionary of Greek
πειρατής — ο, ΝΜΑ [πειρώ / πειρώμαι] ο ληστής τής θάλασσας, αυτός που συλλαμβάνει και ληστεύει εμπορικά πλοία με εξοπλισμένο πλοίο, κουρσάρος («καὶ κατὰ μὲν θάλατταν παραχρῆμα πειρατὰς ἐξέπεμψαν», Πολ.) νεοελλ. αυτός που αποβιβάζεται από πλοίο προσωρινά… … Dictionary of Greek
υποδέχομαι — ὑποδέχομαι, ΝΜΑ και ιων. τ. ὑποδέκομαι και ὑποδέχνυμαι, Α 1. δέχομαι, συγκεντρώνω κάτι που πέφτει ή που ρέει από πάνω (α. «η δεξαμενή υποδέχεται τα λύματα τού εργοστασίου» β. «ἀγγεῑον τὸ μέλλον ὑποδέξεσθαι τὸ ὕδωρ», Ήρων) 2. δέχομαι με… … Dictionary of Greek